- μεταρσίῳ
- μετάρσιοςraised from the groundmasc/neut dat sgμετάρσιοςraised from the groundmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταρσιώνω — (Α μεταρσιῶ, άω) [μετάρσιος] εγείρω, υψώνω στον αέρα, σηκώνω ψηλά (| (νεοελλ. μσν.) μτφ. προκαλώ ψυχική ανάταση («οι ψυχές τών πιστών μεταρσιώθηκαν με τις ψαλμωδίες») … Dictionary of Greek